χρειωδῶς

χρειωδῶς
χρειώδης
needful
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρειωδώς — Α επίρρ. βλ. χρειώδης …   Dictionary of Greek

  • χρειώδης — ες / χρειώδης, ῶδες, ΝΑ [χρεία] χρήσιμος, αναγκαίος νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρειώδη α) όσα απαιτούνται για την επιτέλεση ενός έργου, τα χρειαζούμενα β) (οικον.) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι αναγκαία για κατανάλωση αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”